- νοοποιός
- νοο-ποιός, όν,A creating Intelligence,
δύναμις Plot.6.8.18
, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις Plot.6.8.18
, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοοποιός — νοοποιός, όν (Α) αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῡ», Πλωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + ποιός*] … Dictionary of Greek
νοοποιός — creating Intelligence masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοποιόν — νοοποιός creating Intelligence masc/fem acc sg νοοποιός creating Intelligence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοποιοῦ — νοοποιός creating Intelligence masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοοποιούς — νοοποιός creating Intelligence masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek